- συοφόνος
- σῠο-φόνος, ον,A boar-slaying,
λόγχη E.Fr.495.29
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
λόγχη E.Fr.495.29
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
συοφόνος — ον, Α αυτός που φονεύει αγριόχοιρους («συοφόνος λόγχη», Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < σῦς, συός «χοίρος» + φόνος (< φόνος), πρβλ. θηρο φόνος, ταυρο φόνος] … Dictionary of Greek
συοφόνῳ — συοφόνος boar slaying masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συοφόνωι — συοφόνῳ , συοφόνος boar slaying masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)